- επανερωτώ
- (α) μετ. переспрашивать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επανερωτώ — (Α ἐπανερωτῶ, άω) ξαναρωτώ, ρωτώ πάλι για κάτι ή για κάποιον … Dictionary of Greek
ἐπανερωτῶ — ἐπανερωτάω question again pres imperat mp 2nd sg ἐπανερωτάω question again pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐπανερωτάω question again pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐπανερωτάω question again pres subj act 1st sg (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξαναρωτώ — και ξαναερωτώ, άω επαναλαμβάνω ερώτηση, επανερωτώ … Dictionary of Greek